- θνητοῦ
- θνητόςliable to deathmasc/neut gen sgθνητόςliable to deathmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
TITUS — I. TITUS Episcop. Bostrensis, in Ara bia Petraea, interfuit Concilio Antiocheno, A. C. 364. Obiit sub Valente, A. C. 378. Scripsit contra Manichaeos, libros 3. a Canisio editos. Alius auctor Commentariorum in Matthaeum et Lucam; Non enim poslunt… … Hofmann J. Lexicon universale
επίκηρος — ἐπίκηρος, ον (AM) και ἐπικήριος, ον (Α) 1. φθαρτός, θνητός 2. (για πράγμ.) αυτός που υπόκειται σε ανάλωση, σε φθορά, σε καταστροφή αρχ. 1. (για φυτά) λεπτός, λεπτοφυής 2. αυτός που επιφέρει κακό αποτέλεσμα, επικίνδυνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
θεοποίηση — η (AM θεοποίησις) [θεοποιώ] 1. η ανύψωση θνητού στη θέση θεού, η απόδοση θεϊκών τιμών σ αυτόν 2. η «θέωση» τού ανθρώπου, η πνευματική του ανύψωση «διά τής πίστεως» και η συμμετοχή του στην ουσία τού θεού … Dictionary of Greek
θνητότητα — η (ΑΜ θνητότης) η ιδιότητα τού θνητού, το να είναι κανείς θνητός νεοελλ. ιατρ. ο αριθμός τών θανάτων από μια νόσο σε σχέση με τον αριθμό τών περιπτώσεων νοσήσεως από τη νόσο αυτή, επί τοις εκατό ή επί τοις χιλίοις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός. Η λ. ως… … Dictionary of Greek
καληώρα — (Μ) νεοελλ. ευχετική επιφωνηματική έκφραση («να είναι καλή η ώρα μου, σου, του» κ.λπ.) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη ενέργεια ή ένα γεγονός που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή κατά ευτυχή σύμπτωση («κέρδισες τη… … Dictionary of Greek
μυστικισμός — Φιλοσοφικο θρησκευτική στάση, που επιζητεί, αντίθετα προς κάθε ορθολογική ή ενορατική μεσολάβηση, την άμεση προσέγγιση με το θείο· ο όρος μυστικισμός προέρχεται από τη λέξη μύστης, που σήμαινε εκείνον, ο οποίος ξεπερνώντας τις παραδοσιακές… … Dictionary of Greek
φαέθων — Αρχικά απλό επίθετο του θεού Ήλιου, αργότερα ουσιαστικό και όνομα προσώπου της ελληνικής μυθολογίας. Κατά τον Ησίοδο, ήταν γιος της Αυγής και του Κέφαλου, ενός θνητού. Η Αφροδίτη τον απήγαγε και τον έκανε νυχτοφύλακα του ουράνιου ναού της. Άλλη… … Dictionary of Greek
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
αποθέωση — η η ανύψωση θνητού σε θεό, θεοποίηση: Η αποθέωση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων στην αρχή γινόταν μεταθανάτια, αργότερα όμως κι όσο ζούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)